- Ρένι, Γκουίντο
- Bλ. λ. Γκουίντο Ρένι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Γκουίντο, Ρένι — (Reni Guido, 1575 – 1642). Ιταλός ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής αρχικά του Καλβαέρ και του Καράτσι και, μετά το 1602, του Αμπάνε, στη Ρώμη. Εκεί φιλοτέχνησε Το μαρτύριο του αγίου Πέτρου και εργάστηκε για τη διακόσμηση δύο παρεκκλησιών. Στη συνέχεια… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γκουερτσίνο, Τζοβάνι Φραντσέσκο Μπαρμπιέρι — (Giovanni Francesco Barbieri Guercino, Τσέντο, Φεράρα 1591 – Μπολόνια 1666). Ιταλός ζωγράφος. Στη διαμόρφωσή του επέδρασε ο Λουντοβίκο Καράτσι, που χρησιμοποιούσε ισχυρές φωτοσκιάσεις για να τονίζει τα νατουραλιστικά έργα του, προαγγέλλοντας το… … Dictionary of Greek
εικονογράφηση — Το σύνολο των διακοσμητικών στοιχείων και εικόνων που συνοδεύουν ένα κείμενο προκειμένου να το κάνουν ελκυστικότερο ή να τεκμηριώσουν το περιεχόμενό του. Γνωστή ήδη στην αιγυπτιακή και στην ελληνορωμαϊκή εποχή, η ε. γνώρισε μεγάλη ακμή στα… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Κάλβααρτ, Ντιονίζιο — (Dionisio Calvaert, 1545 – 1619). Φλαμανδός ζωγράφος. Εγκαταστάθηκε στην Ιταλία όπου έγινε γνωστός με το όνομα Διονύσιος ο Φλαμανδός (Fliammingo). Στα έργα του είχε επηρεαστεί από τον Ραφαήλ. Ο Κ. ίδρυσε σχολή ζωγραφικής στην Μπολόνια, στην οποία … Dictionary of Greek
Κεντ, Γουίλιαμ — (William Κent, Γιορκσάιρ 1685 – Λονδίνο 1748). Άγγλος ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον μπαρόκ ζωγράφο και διακοσμητή Μπενεντέτο Λούτι και το 1719 επέστρεψε στην πατρίδα του. Ο κόμης του Μπέρλινγκτον τον βοήθησε και τον… … Dictionary of Greek
Κυρινάλιο — (Quirinal). Ανάκτορο στη Ρώμη, χτισμένο πάνω στον ομώνυμο λόφο. Έλαβε την ονομασία του από τον Σαβίνο θεό Κυρίνο, που ήταν αντίστοιχος του Mars (Άρη) των Ρωμαίων και ταυτιζόταν με τον Ρωμύλο. Η οικοδόμηση του Κ. ξεκίνησε το 1574 επί πάπα… … Dictionary of Greek
Λε Νεν — (Le Nain). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ζωγράφων του 17ου αι. με καταγωγή από το Λον αν Βερμαντουά. Επειδή συνεργάζονταν σε εργαστήριο που είχαν ιδρύσει στο Παρίσι το 1629, η διάκριση της προσωπικότητας του καθενός είναι δύσκολη. Υπήρξαν εξαίρετοι… … Dictionary of Greek
Μπρέρα, Πινακοθήκη — Κτισμένη με εντολή των ιησουϊτών σε σχέδιο του Φ.Μ. Ρικίνι (από το 1615) η έδρα της σημερινής πινακοθήκης προοριζόταν, το 1776, από την αυτοκράτειρα της Αυστρίας Μαρία Θηρεσία να δεχτεί λαϊκές σχολές, ανάμεσα στις οποίες και μια Ακαδημία Καλών… … Dictionary of Greek